ἀναίσθητος

ἀναίσθητος
ἀναίσθητος, ον (Thu. et al., Philo; Jos., Ant. 11, 41) without feeling/perception (Hippocr., VM 15; Thrasymachus [IV B.C.]: 85 Fgm. B 1; Pla., Tim. 75e; Philostrat., Imag. 1, 23 p. 326, 20; Herm. Wr. 9, 9 ὁ θεὸς οὐκ ἀ.; Diogenes p. 116, 21 Malherbe) of cultic images of deities Dg 2:4; 3:3 (Ar. 13, 1).—DELG s.v. 1 ἀίω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναίσθητος — without sense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… …   Dictionary of Greek

  • αναίσθητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του: Ήταν για κάμποση ώρα αναίσθητος. 2. απαθής, αδιάφορος, ανάλγητος: Αναίσθητος όπως είναι, δεν καταλαβαίνει τις προσβολές που του κάνουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναισθητότερον — ἀναίσθητος without sense adverbial comp ἀναίσθητος without sense masc acc comp sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτέρων — ἀναίσθητος without sense fem gen comp pl ἀναίσθητος without sense masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητότατα — ἀναίσθητος without sense adverbial superl ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητότατον — ἀναίσθητος without sense masc acc superl sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθήτως — ἀναίσθητος without sense adverbial ἀναίσθητος without sense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίσθητον — ἀναίσθητος without sense masc/fem acc sg ἀναίσθητος without sense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτάτου — ἀναίσθητος without sense masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισθητοτέρους — ἀναίσθητος without sense masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”